- περικιόνιος
- ὁ, Απροσωνυμία τού Διονύσου στη Θήβα.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + -κιόνιος (< κίων, -ονος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περικιόνιος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικιονίου — περικιόνιος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περικιόνιον — περικιόνιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)